* Σκηνοῖς Γολινδούχ, εἰς Ἐδέμ σκηναί δέ σοι,
Τό τοῦ Βαλαάμ ὡς σκιάζουσαι νάπαι.
Αὐτή ἦταν ἀπό τήν Περσία, ἔχοντας ἄνδρα ἀρχιμάγο, στά χρόνια τοῦ Χοσρόη τοῦ βασιλιᾶ τῶν Περσῶν, τοῦ δέ Μαυρικίου βασιλιᾶ τῶν Ρωμαίων κατά τό ἔτος 584. Αὐτή λοιπόν, ἀφοῦ ἔπεσε σέ ἔκστασι, βλέπει Ἄγγελο Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τῆς ἔδειξε ἕναν τόπο σκοτεινό καί γεμᾶτο ἀπό φωτιά, μέσα στόν ὁποῖο εἶδε τούς προγόνους της, οἱ ὁποῖοι λάτρευαν τά εἴδωλα. Ἔδειξε ἀκόμη σ’ αὐτήν καί ἄλλον τόπο φωτεινό, μέσα στόν ὁποῖο εὐφραίνονταν καί χόρευαν ἐκεῖνοι, πού λάτρευαν τόν Χριστό. Θέλοντας λοιπόν καί αὐτή νά μπῆ μέσα στόν φωτεινό τόπο ἐκεῖνο, ἐμποδιζόταν ἀπό τόν φαινόμενο Ἄγγελο, ὁ ὁποῖος τῆς ἔλεγε, ὅτι στόν τόπο ἐκεῖνο, δέν μποροῦν νά μποῦν οἱ ἄπιστοι. Ἀμέσως λοιπόν μετά τήν ὀπτασία ἐκείνη, ἀφοῦ συνῆλθε ἡ μακάρια, πίστεψε στόν Χριστό καί βαπτίσθηκε, ἀφοῦ ὠνομάσθηκε Μαρία. Γιά τήν αἰτία λοιπόν αὐτή, ἀφοῦ καταδικάσθηκε τόσο ἀπό τόν ἄνδρα της, ὅσο καί ἀπό τόν βασιλιά τῶν Περσῶν, ἐξωρίσθηκε στό κάστρο, τό λεγόμενο τῆς Λήθης, δηλαδή τῆς ἀλησμονησίας, καί ἐκεῖ πέρασε ἡ ἀοίδιμη δεκαοκτώ χρόνια.
Καί ἐπειδή δέν πείσθηκε νά ἀρνηθῆ τόν Χριστό, ρίχθηκε σέ ἕναν λάκκο, μέσα στόν ὁποῖο ἦταν ἕνας δράκοντας, πού προξενοῦσε μεγάλο φόβο σέ ὅσους τόν πλησίαζαν. Ἐκεῖ λοιπόν ἀφοῦ πέρασε τέσσερις μῆνες, τόσο πολύ ἐξημέρωσε τόν δράκοντα, ὥστε ἐκεῖνος ἀκουμποῦσε ἐπάνω στήν Ἁγία καί ἀναπαυόταν. Στό διάστημα ὅμως ἐκεῖνο, δέν ἔδωσαν στήν Ἁγία νά φάη. Ἔτσι ἔλαβε χάρι ἀπό τόν Θεό, νά μή ἐνοχλῆται πλέον ἀπό πεῖνα, οὔτε νά χρειάζεται ἀνθρώπινη τροφή. Στήν συνέχεια ἔβγαλαν τήν Μάρτυρα ἀπό τόν λάκκο καί, ἀφοῦ τήν παρουσίασαν στόν υἱό τοῦ Χοσρόη, τήν ἔδειραν καί ἀπό τόν δαρμό σχίσθηκε ὁ μαστός της. Μετά ἀπό αὐτά ἔβαλαν τήν κεφαλή τῆς Ἁγίας μέσα σέ ἕνα σάκκο γεμᾶτο ἀπό στάκτη τῆς καμίνου καί ἔτσι ἀσφαλίσθηκε μόνη μέσα σέ ἕναν τόπο. Ἐπειδή ὅμως διαφυλάχθηκε ἀβλαβής ἀπό τήν θεία χάρι, γι’ αὐτό τοποθετήθηκε σέ ἕνα πορνοστάσιο, ὅπου προστάχθηκαν μερικοί ἀσελγεῖς, νά ἀτιμάσουν τό σῶμα τῆς Ἁγίας. Ἐκεῖνοι ὅμως μπαίνοντας, δέν τήν εὕρισκαν, διότι κρυβόταν παράξενα ἀπό ἀπό κάποια ἀορασία καί δέν τήν ἔβλεπαν. Ἔβαλαν λοιπόν βούλλα στόν λαιμό τῆς Ἁγίας καί, ἐνῶ πήγαινε νά ἀποκεφαλισθῆ, λυτρώθηκε ἀόρατα ἀπό θεῖο Ἄγγελο, ὁ ὁποῖος ἔβγαλε ἀπό τόν λαιμό τῆς σῶα τήν βούλλα πού εἶχε, καί παρακίνησε τόν δήμιο νά τήν ἀφήση καί νά μή τήν ἀποκεφαλίση.
Ἐπειδή ὅμως ἡ Ἁγία λυπόταν, ἐπειδή δέν ἔπαθε γιά τόν Χριστό, γιά τόν λόγο αὐτόν τῆς ἐμφανίσθηκε θεῖος Ἄγγελος, κρατῶντας σπαθί στά χέρια του, μέ τό ὁποῖο τήν κτύπησε στόν λαιμό καί φάνηκε, ὅτι τῆς προξένησε κόψιμο, καί ἀπό τό κόψιμο ἐκεῖνο βγῆκε αἷμα, τό ὁποῖο κοκκίνησε τά ροῦχα της. Ἔτσι τά ροῦχα της ἐκεῖνα πολλές θεραπεῖες ἔκαναν. Τότε ἡ Ἁγία πῆγε στά Ἱεροσόλυμα καί, ἀφοῦ προσκύνησε τούς Ἁγίους τόπους, πῆγε σέ κάποια Μοναστήρια, μέσα στά ὁποῖα ὑπῆρχε ἡ αἵρεσις τοῦ μονοφυσίτη Σεβήρου. Προσευχήθηκε λοιπόν καί ζήτησε ἀπό τόν Θεό νά τῆς ἀποκαλύψη, ἄν πρέπη νά ἐπικοινωνήση μέ αὐτούς. Τότε βλέπει ἕναν Ἄγγελο, ὁ ὁποῖος κρατοῦσε δύο ποτήρια, ἕνα σκοτεινό καί ἄλλο φωτεινό. Τῆς ἔδειχνε λοιπόν ὁ Ἄγγελος, ὅτι τό μέν φωτεινό ποτήρι, δηλώνει τήν καθολική Ἐκκλησία, τό δέ σκοτεινό, δηλώνει τήν Συναγωγή τῶν αἱρετικῶν.
Ἐπειδή ὅμως ὁ τότε Πατριάρχης τῶν Ἱεροσολύμων τήν παρακάλεσε νά πάη στήν Κωνσταντινούπολι, γιά νά εὐχηθῆ τούς εὐσεβεῖς βασιλεῖς, τοῦ ἀποκρίθηκε, ὅτι εἶναι κοντά ἡ πρός τόν Θεό ἐκδημία καί μετάστασί της[1]. Ἔτσι πηγαίνοντας ἀνάμεσα στούς τόπους Νιτζίβι καί Δαρά στόν εὐκτήριο Ναό τοῦ Ἁγίου Σεργίου καί ἐκεῖ, εὐχαριστῶντας τόν Θεό, ἀσθένησε λίγο· ἔπειτα ἀφοῦ ζήτησε ἀπό τόν Θεό τήν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, παρέδωσε τήν ψυχή της στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Τελεῖται δέ ἡ Σύναξι καί ἑορτή της στόν μαρτυρικό Ναό τοῦ Ἁγίου Τρύφωνα, ὁ ὁποῖος εἶναι κοντά στήν Ἁγία Εἰρήνη τήν παλαιά καί νέα.
[1] Στόν τυπωμένο Συναξαριστή γράφεται, ὅτι πῆγε ἡ Ἁγία στήν Κωνσταντινούπολι καί ἐκεῖ πρός τόν Κύριο ἐξεδήμησε. Τό δέ λείψανό της τοποθετήθηκε σέ ἕνα μικρό ξύλινο κιβώτιο.