Ἁγίου ἐνδόξου Ὁσιομάρτυρος Νεκταρίου τοῦ ἐκ Βρυούλων

Γεν­νή­θη­κε ἀ­πό φτω­χούς ἀλ­λά εὐ­σε­βεῖς γο­νεῖς στά Βρύ­ου­λα ἤ Βοῦρ­λα, πού ὑ­πά­γον­ταν στήν Μη­τρό­πο­λι τῆς Ἐ­φέ­σου, καί ὠ­νο­μα­ζό­ταν Νι­κό­λα­ος. Ἔ­μει­νε ὀρ­φα­νός ἀ­πό πα­τέ­ρα καί 17 ἐ­τῶν μπῆ­κε μέ μι­σθό στήν ὑ­πη­ρε­σί­α κά­ποι­ου ἀ­γᾶ. Μα­ζί μέ ἄλ­λους ἕξι νέ­ους χρι­στι­α­νούς ἐ­ξα­πα­τή­θη­κε ἀ­πό τούς Τούρ­κους καί ἐ­ξισ­λα­μί­σθη­κε, δι­ό­τι πί­στε­ψαν, ὅ­τι οἱ γο­νεῖς τους πέ­θα­ναν ἀ­πό κά­ποι­α ἐ­πι­δη­μί­α, ὁ­πό­τε οἱ κά­τοι­κοι σκόρ­πι­σαν στήν ὕ­παι­θρο, γι­ά νά ἀ­πο­φύ­γουν τήν μό­λυν­σι. Ὅ­ταν ὅ­μως ὁ Νι­κό­λα­ος γύ­ρι­σε στά Βοῦρ­λα, πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε, ὅ­τι ἡ μη­τέ­ρα του ζοῦ­σε καί ἔ­τρε­ξε μέ χα­ρά κον­τά της. Ἡ εὐ­σε­βής μη­τέ­ρα, ὅ­ταν εἶ­δε μέ τούρ­κι­κα ροῦ­χα τόν υἱ­ό της, τόν ἔδι­ω­ξε λέ­γον­τάς του, ὅ­τι ἐ­γώ δέν γέν­νη­σα Τοῦρ­κο, ἀλ­λά Νι­κό­λα­ο Χρι­στι­α­νό. Τό­τε ὁ Νι­κό­λα­ος κα­τά­λα­βε τό ἁ­μάρ­τη­μά του καί με­τά ἀ­πό ἕ­να τα­ξί­δι στήν Σμύρ­νη, ὅ­που ἦταν ἕ­νας θεῖ­ος του ναυ­τι­κός, τοῦ ἔ­δω­σε ροῦ­χα καί με­τέ­βη στήν Κωνσταντινούπολι καί ἀ­πό ἐ­κεῖ πῆ­γε στήν Βλα­χί­α, ὅ­που με­τά ἀ­πό μι­κρή πα­ρα­μο­νή ἐ­πέ­στρε­ψε καί πά­λι στήν Σμύρ­νη, ὅ­που ἐ­ξω­μο­λο­γή­θη­κε σέ ἕ­ναν Ἁ­γι­ο­ρεί­τη μο­να­χό καί μέ τήν εὐ­λο­γί­α του πῆ­γε στό Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος.

Ἐ­κεῖ κα­τέ­λη­ξε στήν Σκή­τη τῆς Ἁγίας Ἄν­νας, ὅ­που ὁ συμ­πα­τρι­ώ­της του μο­να­χός Δα­νι­ήλ στήν συ­νο­δί­α τοῦ Γέ­ρον­τος Στε­φά­νου τῆς κα­λύ­βης τοῦ Ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Θε­ο­λό­γου, τόν δέ­χθη­κε μέ κα­λω­σύ­νη καί κα­τό­πιν τῆς ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κῆς του πο­λι­τεί­ας, ἔ­γι­νε μο­να­χός μέ τό ὄ­νο­μα Νε­κτά­ρι­ος. Ἀλ­λ’ ὁ πό­θος τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου ἔ­και­γε μέ­σα στήν καρ­δι­ά του. Ἔτ­σι μέ τίς εὐ­λο­γί­ες τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ του ἔ­φυ­γε, νά μαρ­τυ­ρή­ση, σέ ἡ­λι­κί­α 22 ἐ­τῶν, μέ τήν συ­νο­δεί­α τοῦ Ὁ­σι­ω­τά­του χει­ρα­γω­γοῦ του Στε­φά­νου. Ὅ­ταν ἔ­φθα­σαν στήν πα­τρί­δα τους τά Βοῦρ­λα, ὁ Νε­κτά­ρι­ος πα­ρου­σι­ά­σθη­κε στόν κρι­τή καί ἀ­φοῦ ἔρριξε τό φέ­σι του κα­τά γῆς εἶ­πε: "Πᾶρ­τε τά ση­μά­δι­α τῆς πί­στε­ώς σας, ἐ­γώ χρι­στι­α­νός Νι­κό­λα­ος γεν­νή­θη­κα καί χρι­στι­α­νός θέ­λω νά πε­θά­νω". Ὁ δι­κα­στής τόν ἄ­φη­σε ἐ­λεύ­θε­ρο, γι­ά νά τό σκε­φθῆ καλ­λί­τε­ρα. Τήν ἄλ­λη ἡ­μέ­ρα πα­ρου­σι­ά­σθη­κε ξα­νά κι­νού­με­νος ἀ­πό τήν ἴ­δι­α ἀ­πό­φα­σι καί ὡ­δη­γή­θη­κε στόν ἀν­τι­κα­τα­στά­τη τοῦ δι­οι­κη­τῆ, πού πρό­στα­ξε νά τόν φυ­λα­κί­σουν. Ἔ­μει­νε ἐ­κεῖ πέν­τε ἡ­μέ­ρες μέ τά πό­δι­α σφιγ­μέ­να στήν μέγ­γε­νη, ἱ­κε­τεύ­ον­τας μέ δά­κρυ­α τόν Κύ­ρι­ο καί τήν Θε­ο­τό­κο νά ἐκ­πλη­ρώ­σουν τόν πό­θο του καί ἀ­πο­κρού­ον­τας ὅ­λες τίς προ­σπά­θει­ες νά τόν φέ­ρουν πί­σω στίς ἀ­πο­λαύ­σεις αὐ­τοῦ τοῦ κό­σμου. Ὅ­ταν γύ­ρι­σε ὁ δι­οι­κη­τής, ὁ ἅ­γι­ος πα­ρου­σι­ά­σθη­κε καί ἐ­πέ­δει­ξε τήν ἴ­δι­α σθε­να­ρή στά­σι. Τόν ἔ­στει­λαν πί­σω στήν φυ­λα­κή, ὅ­που οἱ ἱ­ε­ρεῖς κα­τά­φε­ραν νά φθά­ση σέ αὐ­τόν ἡ θεί­α Κοι­νω­νί­α, ἐ­νῷ οἱ χρι­στι­α­νοί προ­σεύ­χον­ταν γι­ά τήν ἐ­πι­τυ­χί­α του. Ἐ­νι­σχυ­μέ­νος μέ τό φάρ­μα­κο τῆς ἀ­θα­να­σί­ας, ὁ Νε­κτά­ρι­ος ὑ­πέ­μει­νε ἀ­γόγ­γυ­στα τά βα­σα­νι­στή­ρι­α καί στήν ἔ­σχα­τη ἀ­νά­κρι­σι ἐ­νώ­πι­ον τοῦ δι­κα­στῆ ἀ­πάγ­γει­λε τό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως καί μέ χα­ρά δέ­χθη­κε τήν θα­να­τι­κή ποι­νή. Φθά­νον­τας στό πα­ζά­ρι, γο­νά­τι­σε μό­νος του· ὁ δή­μι­ος ὅ­μως ἀ­στό­χη­σε καί τοῦ ἔ­κο­ψε μό­νο ξώ­φαλ­τσα τόν αὐ­χέ­να. Κα­θώς ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­στε­κε ἄ­ναυ­δος καί πα­ρα­λυ­μέ­νος, ὁ Νε­κτά­ρι­ος τοῦ φώ­να­ξε στά τουρ­κι­κά: «Τί πε­ρι­μέ­νεις; Δέν θά κτυ­πή­σης;» Ἔ­σπευ­σε ἀ­μέ­σως ἕ­νας ἄλ­λος δή­μι­ος, πού ρί­χνον­τας κά­τω τόν ἅ­γι­ο τοῦ ἔ­κο­ψε τό κε­φά­λι (11 Ἰ­ου­λί­ου 1820).

Οἱ πα­ρευ­ρι­σκό­με­νοι χρι­στι­α­νοί δι­α­τά­χθη­καν νά πε­τά­ξουν τό σῶ­μα του σέ ἕ­να ξε­ρο­πή­γα­δο καί νά τό γε­μί­σουν πέ­τρες. Λί­γα χρό­νι­α ἀρ­γό­τε­ρα ὁ Δα­νι­ήλ κα­τά­φε­ρε νά πε­ρι­συλ­λέ­ξη ἕ­να μέ­ρος τοῦ τι­μί­ου λει­ψά­νου πού ἔ­φε­ρε στό Ἅγιον Ὄρος, ἐ­νῷ ἡ μη­τέ­ρα τοῦ Ἁ­γί­ου, πού στά­θη­κε ἡ αἰ­τί­α τῆς με­τα­στρο­φῆς του, φύ­λα­ξε ἀ­πό αὐ­τό ὠ­ρι­σμέ­να κομ­μά­τι­α.



banks
Login-iconLogin
active³ 5.3 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης