ΑΓΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ

ΑΓΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ

* Στά χρό­νια τοῦ βα­σι­λιᾶ Δι­ο­κλη­τια­νοῦ, κα­τά τό ἔ­τος 282, ἦ­ταν ἕ­να ἀν­δρό­γυ­νο Χρι­στι­α­νι­κό, Δω­ρό­θε­ος καί Εὐ­σε­βί­α ὀ­νο­μα­ζό­με­νο, οἱ ὁ­ποῖ­οι, ἐ­πει­δή ἦ­ταν ἄ­τε­κνοι, πα­ρα­κα­λοῦ­σαν τόν Θε­ό νά τούς χα­ρί­ση τέ­κνο, ὑ­πο­σχό­με­νοι νά χα­ρί­σουν πά­λι σ’ αὐ­τόν τό παι­δί πού θά γεν­νη­θῆ. Ἔ­τσι ἄκουσε  ὁ Θε­ός τήν δέ­η­σί τους καί γέν­νη­σαν θυ­γα­τέ­ρα σέ ἡ­μέ­ρα Κυ­ρια­κή, γι’ αὐ­τό καί ὠ­νό­μα­σαν τό παι­δί Κυ­ρια­κή. Αὐ­τή τήν βά­πτι­σαν καί τήν ἀ­νά­θρε­ψαν «ἐν παι­δεί­ᾳ καί νου­θε­σί­ᾳ Κυ­ρί­ου», κα­τά τόν Ἀ­πό­στο­λο καί τήν φύ­λα­γαν παρ­θέ­νο, ἐ­πει­δή ἐ­πρό­κει­το νά τήν ἀ­φι­ε­ρώ­σουν στόν Θε­ό. Ὅ­ταν ὅ­μως ὁ δυσ­σε­βής Δι­ο­κλη­τια­νός κί­νη­σε δι­ωγ­μό κα­τά τῶν Χρι­στια­νῶν, τό­τε πα­ρα­δό­θη­καν οἱ γο­νεῖς τῆς Ἁ­γί­ας μα­ζί μέ αὐ­τήν στόν τύ­ραν­νο. Αὐ­τός, ἀ­φοῦ τούς ἀ­νέ­κρι­νε, τούς μέν γο­νεῖς τῆς Ἁ­γί­ας ἔ­δει­ρε καί τούς ἔ­στει­λε στόν δοῦ­κα Ἰ­οῦ­στο, πού βρι­σκό­ταν στά μέ­ρη τῆς Με­λι­τι­νῆς στήν μι­κρή Ἀρ­με­νί­α,

ἡ ὁ­ποί­α ἁ­πλᾶ Μα­λα­τιά ὀ­νο­μά­ζε­ται. Τήν δέ Κυ­ρια­κή, ἀ­πέ­στει­λε στόν Καί­σα­ρα Μα­ξι­μια­νό, πού βρι­σκό­ταν στήν Νι­κο­μή­δεια. Ὁ Μα­ξι­μια­νός λοι­πόν, ἀ­φοῦ ἀ­νέ­κρι­νε τήν Μάρ­τυ­ρα καί τήν βρῆ­κε στα­θε­ρή στήν πί­στι τοῦ Χρι­στοῦ, τήν ἔρ­ρι­ξε κα­τά γῆς καί τήν ἔ­δει­ρε γιά πολ­λές ὧ­ρες. Ἐ­πει­δή ὅ­μως ἡ Ἁ­γί­α προ­σευ­χό­ταν, γι’ αὐ­τό θύ­μω­νε ὁ τύ­ραν­νος κα­τά τῶν στρα­τι­ω­τῶν πού βα­σά­νι­ζαν τήν Μάρ­τυ­ρα. Τό­τε ἡ Ἁ­γί­α λέ­ει πρός τόν Μα­ξι­μια­νό· «Μή πλα­νᾶ­σαι, Μα­ξι­μια­νέ, πο­τέ δέν θά μέ νι­κή­σης, δι­ό­τι ὁ Θε­ός μέ βο­η­θεῖ». Γι’ αὐ­τό καί ὁ Μα­ξι­μια­νός, ἀ­φοῦ ἀ­πέ­κα­με, ἔ­στει­λε τήν Ἁ­γί­α στόν δι­οι­κη­τή τῆς Βι­θυ­νί­ας, πού λε­γό­ταν Ἱ­λα­ρια­νός.

Ὁ Ἱ­λα­ρια­νός, ἀ­φοῦ ἐ­ξέ­τα­σε τήν Μάρ­τυ­ρα, τήν ἔ­βα­λε μέ­σα στόν να­ό τῶν εἰ­δώ­λων. Ἐ­κεῖ ὅ­μως ἀ­φοῦ προ­σευ­χή­θη­κε ἡ Ἁ­γί­α, ἔ­γι­νε με­γά­λος σει­σμός, ἀ­πό τόν ὁ­ποῖ­ο γκρε­μί­σθη­καν τά εἴ­δω­λα καί ἔ­γι­ναν σάν σκό­νι. Ἀ­κο­λού­θη­σε ἀ­κό­μη καί ἕ­νας ἀ­νε­μο­στρό­βι­λος, ὁ ὁ­ποῖ­ος σκόρ­πι­σε στόν ἀ­έ­ρα τήν σκό­νι ­τῶν εἰ­δώ­λων. Πέ­φτον­τας ἀ­κό­μη καί μί­α ἀ­στρα­πή, κα­τέ­κα­ψε τό πρό­σω­πο τοῦ δι­οι­κη­τῆ Ἱ­λα­ρια­νοῦ. Ἔ­τσι ἐ­κεῖ­νος, ἐ­φοῦ γκρε­μί­σθη­κε ἀ­πό τόν θρό­νο του, ξε­ψύ­χη­σε.

 Ἀ­φοῦ ἦλ­θε ὅ­μως ἄλ­λος δοι­κη­τής, δι­ά­δο­χος ἐ­κεί­νου, καί ἔ­μα­θε αὐ­τά, κα­τα­δί­κα­σε νά κα­ῆ ἡ Ἁ­γί­α στό πῦρ. Καί λοι­πόν ἄ­να­ψαν οἱ ὑ­πη­ρέ­τες πυρ­κα­ϊ­ά με­γά­λη καί ἔ­σπρω­ξαν τήν Μάρ­τυ­ρα μέ­σα σ’ αὐ­τήν. Ἡ Ἁ­γί­α, ἀ­φοῦ σή­κω­σε τά χέ­ρια της στόν Οὐ­ρα­νό, προ­σευ­χή­θη­κε στόν Θε­ό γιά πολ­λές ὧ­ρες. Καί μο­λο­νό­τι ὁ ἀ­έ­ρας ἦταν κα­θα­ρός καί θε­ρι­νός, κα­τέ­βη­κε ὅ­μως ἕ­να σύν­νε­φο ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό καί ἔ­σβυ­σε ὅ­λη τήν φω­τιά, χω­ρίς νά βλα­βῆ κα­θό­λου ἡ Μάρ­τυς ἀ­πό αὐ­τήν. Με­τά ἀ­πό αὐ­τά ἄ­φη­σε ὁ τύ­ραν­νος δι­ά­φο­ρα θη­ρί­α ἐ­ναν­τί­ον τῆς Ἁ­γί­ας, ἀλ­λ’ ὅ­μως δέν κα­τώρ­θω­σε τί­πο­τε, ἐ­πει­δή καί τά θη­ρί­α κυ­λίον­ταν σάν ἥ­με­ρα ἀρ­νιά στά πό­δια τῆς Ἁ­γί­ας, χω­ρίς κα­θό­λου νά τήν βλά­ψουν. Τό­τε, βλέ­πον­τας πολ­λοί Ἕλ­λη­νες τό πα­ρά­δο­ξο αὐ­τό θαῦ­μα, πί­στε­ψαν στόν Χρι­στό. Ἔ­πει­τα βάλ­θη­κε ἡ Μάρ­τυς στήν φυ­λα­κήν. Καί τήν ἐρ­χό­με­νη ἡ­μέ­ρα κά­θι­σε ὁ ἄρ­χον­τας στό βῆ­μα καί ἐ­ξέ­δω­σε κα­τά τῆς Ἁ­γί­ας τήν τοῦ θα­νά­του τε­λευ­ταί­α ἀ­πό­φα­σι. Ὁ­πό­τε παίρ­νον­τάς την οἱ δή­μιοι, βγῆ­καν ἔ­ξω ἀ­πό τήν πό­λι γι­ά νά τήν ἀ­πο­κε­φα­λί­σουν.

Τό­τε ἡ Ἁ­γί­α ζή­τη­σε δι­ο­ρί­α, γιά νά προ­σευ­χη­θῆ. Καί ἀ­φοῦ προ­σευ­χή­θη­κε γιά πολ­λές ὧ­ρες, δί­δα­ξε τούς Χρι­στια­νούς, πού τήν ἀ­κο­λού­θη­σαν. Κα­τό­πιν, ἀ­φοῦ πλά­για­σε στήν γῆ, πα­ρέ­δω­σε τήν ψυ­χή της στά χέ­ρια τοῦ Θε­οῦ. Πη­γαί­νον­τας δέ κον­τά της οἱ στρα­τι­ῶ­τες, ­πού ἐ­πρό­κει­το νά τήν ἀ­πο­κε­φα­λί­σουν, μό­λις τήν εἶ­δαν νε­κρή, ἔ­μει­ναν ἔκ­πλη­κτοι. Ἄ­κου­σαν ὅ­μως καί θε­ϊ­κή φω­νή πού τούς ἔ­λε­γε· «Πη­γαί­νε­τε, ἀ­δελ­φοί, καί δι­η­γεῖ­σθε σέ ὅ­λους τά με­γα­λεῖ­α τοῦ Θε­οῦ». Καί οἱ στρα­τι­ῶ­τες, ἀ­φοῦ ­πί­στε­ψαν, δό­ξα­ζαν τόν Θε­ό. (Τόν ἀ­να­λυ­τι­κό της Βί­ο βλέ­πε στόν Νέ­ο Θη­σαυ­ρό[1]).

[1] Ση­μεί­ω­σε, ὅ­τι ἡ δι­κή μου ἀ­να­ξι­ό­της συμ­πλή­ρω­σε τήν ἀ­σμα­τι­κή Ἀ­κο­λου­θί­α αὐ­τῆς τῆς Ἁ­γί­ας Κυ­ρια­κῆς καί Κα­νό­να δεύ­τε­ρο ἔ­κα­νε. Ἔ­τσι, ὅ­ποι­ος θέ­λει, ἄς τήν ἀ­να­ζη­τή­ση.



banks
Login-iconLogin
active³ 5.3 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης