Αὐτοί οἱ Ἅγιοι κατάγονταν ἀπό τήν Ἰταλία καί ἄκμαζαν στά χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Τραϊανοῦ, κατά τό ἔτος 98. Ἐπειδή ὅμως ἦταν τότε διωγμός κατά τῶν Χριστιανῶν, γι’ αὐτό μπῆκαν οἱ Ἅγιοι σέ καΐκι καί πῆγαν στήν πόλι τοῦ Δυρραχίου. Βλέποντας δέ ἐκεῖ τόν Ἅγιο Ἀστεῖο, τόν Ἐπίσκοπο Δυρραχίου (ὁ ὁποῖος ἑορτάζεται κατά τήν 6η τοῦ παρόντος) κρεμασμένο στόν σταυρό, ἀλειμμένο μέ μέλι καί κεντούμενο ἀπό σφῆκες καί μῦγες γιά τήν πίστι τοῦ Χριστοῦ, τόν μακάρισαν, ὁπότε καί συνελήφθησαν ἀπό τούς στρατιῶτες. Καί ἀφοῦ ὡμολόγησαν, ὅτι εἶναι Χριστιανοί, μέ προσταγή τοῦ ἀνθυπάτου Ἀγρικολάου ρίχθηκαν στό Ἀδριατικό πέλαγος, τό ὁποῖο ἀρχίζει ἀπό τήν Βενετία μέχρι τό Τζυρίγο καί ἔτσι ἔλαβαν οἱ μακάριοι τούς τοῦ μαρτυρίου ἀμάραντους στεφάνους. Τά δέ Ἅγια λείψανά τους ἔβγαλε ἔξω ἡ θάλασσα καί τά κάλυψε μέ τήν ἄμμο. Ἀφοῦ ὅμως πέρασαν χρόνια ἑβδομῆντα, τότε φανερώθηκαν στόν Ἐπίσκοπο τῆς Ἀλεξάνδρειας, ὁ ὁποῖος παίρνοντάς τα, τά ἔθαψε μέ τιμή καί ἔκτισε στό ὄνομά τους καί μικρή Ἐκκλησία.
Ταῖς τῶν σῶν Ἁγίων Πρεσβείαις, Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.