Τοῦ Ἁγίου Πατρὸς ἡμῶν Γρηγορίου
ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦ Παλαμᾶ,
ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗΝ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
& ὅτι πρώτη ἡ Θεοτόκος εἶδε τὸν Κύριον ἐκ νεκρῶν ἀναστάντα
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου εἶναι ἀνανέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, καὶ ἀναζώωση καὶ ἀνάπλαση τοῦ πρώτου Ἀδάμ, ποὺ κατανικήθηκε ἀπὸ τὸν θάνατο λόγῳ τῆς ἁμαρτίας, καὶ παλινδρόμησε διὰ τοῦ θανάτου πρὸς τὴν γῆ ἀπ᾿ ὅπου πλάστηκε, καὶ ἡ ἐπαναφορά του πρὸς τὴν ἀθάνατη ζωή.
Ὅπως ἀκριβῶς λοιπὸν ὅταν ὁ Ἀδάμ ἐπλάθετο καὶ ἐζωοποιεῖτο στὴν ἀρχή, κανεὶς ἄνθρωπος δὲν τὸν εἶδε, ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχε κανεὶς ἄνθρωπος ἐκείνη τὴν ὥρα, καὶ ὅταν κατόπιν ἔλαβε πνοὴ ζωῆς μὲ τὸ θεῖο ἐμφύσημα, πρώτη ἀπ᾿ ὅλους τὸν εἶδε γυναίκα, διότι πρώτη ἡ Εὔα ὑπῆρξε μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων μετὰ ἀπὸ ἐκεῖνον, ἔτσι καὶ ὅταν ὁ δεύτερος Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ Κύριος, ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν, δὲν τὸν εἶδε κανεὶς ἄνθρωπος.
Ἐπειδὴ δὲν παρευρισκόταν κανεὶς ἀπὸ τοὺς δικούς του, καὶ οἱ στρατιῶτες ποὺ φύλαγαν τὸ μνῆμα, ταραγμένοι ἀπὸ τὸν φόβο, ἔγιναν σὰν νεκροί. Ὅμως μετὰ τὴν ἀνάσταση πρώτη ἀπ᾿ ὅλους τὸν εἶδε γυναίκα, καθὼς ἀκούσαμε σήμερα ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ Μάρκο, ποὺ λέει: «Ἀναστὰς ὁ Ἰησοῦς πρωῒ πρώτη Σαββάτου, ἐφάνη πρῶτον Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ».
Φαίνεται λοιπὸν ὅτι ὁ Εὐαγγελιστὴς λέει καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἀνέστη ὁ Κύριος, ὅτι ἦταν πρωΐ, καὶ ὅτι πρῶτα φανερώθηκε στὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνή, καὶ ὅτι φανερώθηκε τὴν ἴδια ὥρα ποὺ ἀναστήθηκε. Ὅμως δὲν λέει αὐτὸ ὁ Εὐαγγελιστής, καθὼς ὑποδηλώνεται σ᾿ αὐτοὺς ποὺ θὰ προσέξουν λίγο τὸ χωρίο. Διότι λίγο πρὶν παραπάνω καὶ αὐτὸς συμφωνώντας μὲ τοὺς ἄλλους Εὐαγγελιστές, λέει ὅτι ἦλθε πρὸς τὸν τάφο αὐτὴ ἡ Μαρία μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες Μυροφόρες καὶ προηγουμένως, καὶ ὅτι τὸν εἶδε ἄδειο καὶ κατόπιν ἔφυγε.
Συνεπῶς ὁ Κύριος ἀναστήθηκε πολὺ πρὶν ἀπὸ τὸ πρωΐ, κατὰ τὸ ὁποῖο τὸν εἶδε ἡ Μαγδαληνη. Ἐπισημαίνοντας δὲ καὶ τὸν καιρὸ ἐκεῖνο, δὲν εἶπε ἁπλῶς πρωΐ, ὅπως λέει ἐδῶ, ἀλλὰ λίαν πρωΐ. Συνεπῶς καὶ ἀνατολὴ ἡλίου ἐκεῖ ὀνομάζει τὸν ἀμυδρὸ φωτισμὸ ποὺ προτρέχει στὸν ὁρίζοντα, τὸν ὁποῖο φωτισμό καὶ ὁ Ἰωάννης δηλώνοντας λέει ὅτι ἦλθε ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ τὸ πρωΐ, «σκοτίας ἔτι οὔσης, εἰς τὸ μνημεῖον καὶ ἰδεῖν τὸν λίθον ἠρμένον ἐκ τοῦ μνημείου».
Αὐτὴ ὅμως τότε, κατὰ τὸν Ἰωάννη, δὲν ἦλθε μόνο πρὸς τὸ μνῆμα, ἀλλὰ καὶ ἀπῆλθε ἀπὸ τὸ μνῆμα, χωρὶς νὰ δεῖ τὸν Κύριο. Τρέχει λοιπὸν καὶ ἔρχεται πρὸς τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη, καὶ τοὺς ἀναγγέλλει ὄχι ὅτι ἀνέστη ὁ Κύριος, ἀλλὰ ὅτι ἀφαιρέθηκε ἀπὸ τὸν Τάφο, συνεπῶς δὲν γνώριζε ἀκόμη τὴν Ἀνάσταση. Παραλείπεται δὲ ὅτι ὁ Κύριος φανερώθηκε ὄχι ἁπλῶς πρῶτα στὴν Μαρία, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ τὴν καθαρότητα τῆς ἡμέρας. Τοῦτο λοιπὸν ἀπαγγέλεται συνεσκιασμένα ἀπὸ τοὺς Εὐαγγελιστές, τὸ ὁποῖο θὰ ἀποκαλύψω στὴν ἀγάπη σας.
Τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου πρώτη ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, τὸ δέχθηκε ἡ Θεοτόκος ἀπὸ τὸν Κύριο, καθόσον ἔτσι ἦταν τὸ πρέπον καὶ τὸ δίκαιο, καὶ ἡ Θεοτόκος τὸν εἶδε ἀναστημένο πρὶν ἀπ᾿ ὅλους, καὶ ἀπόλαυσε τὴν θεία του ὁμιλία, καὶ ὄχι μόνο τὸν εἶδε μὲ τὰ μάτια της, καὶ ἔγινε αὐτήκοος αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ πρώτη καὶ μόνη ἄγγιξε μὲ τὰ χέρια της τὰ ἄχραντα πόδια του, ἔστω καὶ ἂν οἱ Εὐαγγελιστὲς δὲν τὰ λένε ὅλα αὐτὰ φανερά, μὴ θέλοντας νὰ ἀναφέρουν ὡς μάρτυρα τὴν Μητέρα, γιὰ νὰ μὴν δώσουν ἀφορμὴ ὑποψίας στοὺς ἀπίστους. Ἐπειδὴ ὅμως, τώρα πλέον, μὲ τὴν χάρη τοῦ Ἀναστάντος, ὁ λόγος μας ἀπευθύνεται στοὺς πιστούς, καὶ ἡ ὑπόθεση τῆς ἑορτῆς ἐπείγει γιὰ νὰ διευκρινήσουμε τὰ σχετικὰ μὲ τὶς Μυροφόρες, ἀφοῦ μᾶς ἔδωσε λόγο ὁ Κύριος ποὺ εἶπε: «οὐδὲν κρυπτὸν ὃ οὐ φανερὸν γενήσεται», θὰ φανερωθεῖ κι αὐτό.
Οἱ μυροφόρες λοιπὸν εἶναι οἱ γυναῖκες ποὺ συνακολουθοῦσαν μὲ τὴν Μητέρα τοῦ Κυρίου, καὶ συμπαρέμειναν κατὰ τὸν καιρὸ τοῦ σωτηρίου πάθους, καὶ φρόντισαν νὰ μυρώσουν τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Ὅταν λοιπὸν ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος ζήτησαν καὶ ἔλαβαν τὸ Δεσποτικὸ Σῶμα ἀπὸ τὸν Πιλᾶτο, καὶ τὸ κατέβασαν ἀπὸ τὸν Σταυρό, καὶ τὸ περιέβαλαν μὲ σεντόνι καὶ ἀρώματα καλλωπιστικώτατα, καὶ τὸν ἔθεσαν μέσα σὲ λαξευτὸ μνημεῖο, καὶ ἐπέβαλαν μέγαν λίθον στὴν θύρα τοῦ μνημείου, παρευρίσκονταν θεωρώντας τὸ θέαμα, σύμφωνα μὲ τὸν Εὐαγγελιστὴ Μάρκο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία, καθισμένες ἀπέναντι στὸν Τάφο.
Μὲ τὴν φράση «καὶ ἡ ἄλλη Μαρία», ὁ Εὐαγγελιστὴς ὑπονοεῖ ὁπωσδήποτε τὴν Θεομήτορα. Ἐπειδὴ καὶ αὐτὴ ὀνομαζόταν μητέρα καὶ τοῦ Ἰακώβου καὶ τοῦ Ἰωσῆ, λόγῳ τοῦ ὅτι αὐτοὶ ἦσαν ἀπὸ τὸν Ἰωσὴφ τὸν Μνήστορα. Ὅμως δὲν παρευρίσκονταν μόνο αὐτὲς βλέποντας τὸ μνημεῖο, ὅταν ὁ Κύριος ἐνταφιαζόταν, ἀλλὰ καὶ ἄλλες γυναῖκες, καθὼς ὁ Λουκᾶς ἐξιστόρησε γράφοντας: «Κατακολουθήσασαι δὲ γυναῖκες, αἵτινες ἦσαν συνεληλυθυῖαι αὐτῷ ἐκ τῆς Γαλιλαίας, ἐθεάσαντο τὸ μνημεῖον, καὶ ὡς ἐτέθη τὸ σῶμα αὐτοῦ· ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ Ἰωάννα καὶ Μαρία Ἰακώβου καὶ αἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς».
Ἐπιστρέφοντας δέ, συνεχίζει, ἀγόρασαν ἀρώματα καὶ μῦρα. Ἐπειδὴ δὲν γνώρισαν ἀκριβῶς, ὅτι Αὐτὸς εἶναι ἀληθῶς ἡ ὀσμὴ τῆς ζωῆς σὲ ὅσους τὸν πλησιάζουν μὲ πίστη, ὅπως καὶ ὀσμὴ θανάτου σὲ ὅσους ἀπειθοῦν ἕως τέλους. Καὶ ἡ «ὀσμὴ τῶν ἱματίων αὐτοῦ», δηλαδὴ ἡ ὀσμὴ τοῦ ἰδίου του σώματος, ὑπερέχει «ὑπὲρ πάντα τὰ ἀρώματα». Καὶ τὸ ὄνομά του εἶναι «μῦρον ἐκκενωθέν», μὲ τὸ ὁποῖο γέμισε τὴν οἰκουμένη ἀπὸ θεία εὐωδία. Ὅμως ἑτοιμάζουν μῦρα καὶ ἀρώματα, ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν πρὸς τιμὴν τοῦ κειμένου σώματος, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ, γιὰ τὴν παρηγορία μπροστὰ στὴ δυσωδία τοῦ σώματος ποὺ σαπίζει, ἐπινοώντας τὴν ἀλοιφὴ τούτων γιὰ ὅσους ἤθελαν νὰ παρακαθίσουν στὸν τάφο.
Ἀφοῦ ἑτοίμασαν πλέον τὰ μῦρα καὶ ἀρώματα, τὸ μὲν Σάββατο ἡσύχασαν, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολή. Ἐπειδὴ δὲν γνώριζαν ἀκόμη τὰ ἀληθινὰ σάββατα, οὔτε ἀντιλήφθηκαν ἐκεῖνο τὸ ὑπερευλογημένο Σάββατο, ποὺ μεταφέρει τὴν φύση μας ἀπὸ τὶς σπηλιὲς τοῦ ᾅδη πρὸς τὸ πάμφωτο καὶ θεῖο καὶ οὐράνιο ὕψος.
«Τῇ δὲ μιᾷ τῶν Σαββάτων, ὄρθρου βαθέως», καθὼς λέει ὁ Λουκᾶς, «ἦλθον ἐπὶ τὸ μνῆμα, φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα». Ὁ δὲ Ματθαῖος, «ὀψὲ Σαββάτων», λέει, «τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν Σαββάτων», καὶ ὅτι προσῆλθαν δύο γυναῖκες. Ὁ δὲ Ἰωάννης: «πρωῒ σκοτίας ἔτι οὔσης», καὶ ὅτι ἦταν μία γυναίκα ποὺ προσῆλθε, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή. Ὁ δὲ Μάρκος «λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς Σαββάτων», καὶ ὅτι προσῆλθαν τρεῖς».
Ὅλοι λοιπὸν οἱ Εὐαγγελιστὲς ὀνομάζουν τὴν Κυριακὴ «μία τῶν Σαββάτων». Καὶ ὀψὲ σαββάτων, καὶ ὄρθρο βαθύ, καὶ λίαν πρωΐ, καὶ πρωῒ σκοτίας ἔτι οὔσης, ὀνομάζουν τὸν χρόνο ποὺ εἶναι ἀνάμικτος ἀπὸ φῶς καὶ σκότος γύρω ἀπὸ τὸν ὄρθρο. Αὐτὸς λοιπὸν ὁ χρόνος εἶναι ὅταν ἀρχίζει νὰ αὐγάζεται ἡ ἀνατολὴ τοῦ ὁρίζοντα, προκαταγγέλοντας τὴν ἡμέρα. Θὰ μποροῦσε δέ, κάποιος νὰ τὸ δεῖ αὐτό, βλέποντας ἀπὸ μακρυά, ὅταν ἀρχίζει νὰ μεταχρωματίζεται ὁ ὁρίζοντας πρὸς τὸ φῶς, περίπου τὴν ἐνάτη ὥρα τῆς νύχτας, ὥστε οἱ ὑπόλοιπες ὧρες μέχρι καθαρῆς ἡμέρας νὰ εἶναι τρεῖς.
Φαίνεται ὅμως κάπως νὰ διαφωνοῦν οἱ Εὐαγγελιστὲς ὅσον ἀφορᾶ τὸν καιρὸ τοῦτο καὶ τῶν ἀριθμὸ τῶν γυναικῶν. Ἐπειδὴ βεβαίως, καθὼς εἶπα, οἱ Μυροφόροι ἦταν πολλές, καὶ ὄχι μιὰ φορά, ἀλλὰ καὶ δύο καὶ τρεῖς φορὲς ἦλθαν πρὸς τὸν τάφο, ὅλες μέν, ὄχι ὅμως πάντα οἱ ἴδιες, καὶ ὅλες μὲν κατὰ τὸν ὄρθρο, ὄχι ὅμως ἀκριβῶς τὸν ἴδιο χρόνο. Ἡ δὲ Μαγδαληνή, ἀφοῦ ἀπομονώθηκε ἀπὸ τὶς ἄλλες, πάλι ἦλθε καὶ παρέμεινε ἐπὶ πλέον. Καθένας ἀπὸ τοὺς Εὐαγγελιστές, ἀναφέροντας μόνο μιὰ ἀπὸ τὶς προσελεύσεις, παρέβλεψε τὶς ὑπόλοιπες.
Καθὼς δὲ ἐγὼ συμβάλλω καὶ συμπεραίνω ἀπ᾿ ὅλους τοὺς Εὐαγγελιστές, ὅπως σᾶς τὸ προεῖπα, πρώτη ἀπ᾿ ὅλους ἡ Θεοτόκος ἦλθε πρὸς τὸν τάφο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, προτρέχοντας ἀπὸ τὴν Μαγδαληνὴ Μαρία. Καὶ τοῦτο διδάσκομαι ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο ποὺ λέει: «Ἦλθε ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία, καὶ ἡ ἄλλη Μαρία», ἡ ὁποία ὁπωσδήποτε ἦταν ἡ Θεομήτωρ, «θεωρῆσαι τὸν τάφον. Καὶ ἰδοὺ σεισμὸς ἐγένετο μέγας· ἄγγελος γὰρ Κυρίου καταβὰς ἐξ᾿ οὐρανοῦ, προσελθὼν ἀπεκύλισε τὸν λίθον ἀπὸ τῆς θύρας τοῦ μνημείου, καὶ ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ. Ἦν δὲ ἡ ἰδέα αὐτοῦ ὡς ἀστραπή, καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡσεὶ χιών, ἀπὸ δὲ τοῦ φόβου αὐτοῦ ἐσείσθησαν οἱ τηροῦντες, καὶ ἐγένοντο ὡσεὶ νεκροί». Ὅλες οἱ ἄλλες γυναῖκες πλέον ἦλθαν μετὰ τὸν σεισμό, καὶ τὴν φυγὴ τῶν φυλάκων, καὶ βρῆκαν ἀνοιγμένο τὸν τάφο, καὶ τὸν λίθο ἀποκυλισμένο. Ἡ δὲ Παρθενομήτωρ παρευρισκόταν ὅταν ἔγινε ὁ σεισμός, καὶ ἀποκυλίστηκε ὁ λίθος, καὶ ἀνοίχτηκε ὁ τάφος, καὶ ὅταν ἦσαν παρόντες καὶ οἱ φρουροί, παρ᾿ ὅλο ὅτι ταράχθηκαν ἀπὸ τὸν φόβο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ μετὰ τὸν σεισμό, ἀνασηκώθηκαν καὶ τράπηκαν στὴ φυγή.
Ἡ δὲ Παρθενομήτωρ ἐντρυφοῦσε στὸ θέαμα ἀτρόμητη. Κατὰ τὴν γνώμη μου, ἐκεῖνος ὁ ζωηφόρος τάφος ἀνοίχτηκε καὶ γι᾿ αὐτὴν πρῶτα. Διότι πρῶτα γι᾿ αὐτὴν καὶ δι᾿ αὐτῆς τὰ πάντα ἀνοίχτηκαν σὲ μᾶς, τόσο τὰ ἐπουράνια ὅσο καὶ τὰ ἐπίγεια, καὶ γι᾿ αὐτὴν ἄστραφτε ὁ ἄγγελος τόσο πολύ, ὥστε, ἐνῶ ἡ ὥρα ἦταν ἀκόμη νυχτερινή, νὰ δεῖ ἡ Θεοτόκος ἀπὸ τὸ ἄφθονο ἀγγελικὸ φῶς ὄχι μόνο τὸν κενὸ τάφο, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐντάφια ποὺ παρέμειναν στὸν κόσμο, καὶ μαρτύρησαν πολυτρόπως τὴν ἔγερση τοῦ ἐνταφιασμένου.
Συνεπῶς καὶ αὐτὸς ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἄγγελος θὰ ἦταν ὁ ἴδιος ἐκεῖνος ὁ Γαβριήλ. Διότι ὅταν ἐκεῖνος τὴν εἶδε νὰ σπεύδει πρὸς τὸν τάφο, αὐτὸς ποὺ τῆς εἶπε στὴν ἀρχή: «Μὴ φοβοῦ Μαριάμ· εὗρες γὰρ χάριν παρὰ τῷ Θεῷ», σπεύδει καὶ τώρα καὶ κατεβαίνει νὰ ἀπαγγείλει τὸ ἴδιο Εὐαγγέλιο στὴν Ἀειπάρθενο, καὶ νὰ εὐαγγελιστεῖ τὴν ἐκ νεκρῶν Ἀνάσταση ἐκείνου ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ αὐτὴν ἀσπόρως, καὶ νὰ κυλίσει τὸν λίθο, καὶ νὰ φανερώσει τὸ ἄδειασμα τοῦ τάφου καὶ τὰ ἐντάφια, καὶ ἔτσι νὰ τῆς ἐπιβεβαιώσει τὸ Εὐαγγέλιο. «Ἀποκριθείς», λέει, «ὁ ἄγγελος εἶπε ταῖς γυναιξί· Μὴ φοβεῖσθε ὑμεῖς, Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν ἐσταυρωμένον; ἠγέρθη· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔκειτο ὁ Κύριος». Διότι ἂν καὶ βλέπετε τοὺς φύλακες καὶ ταράζονται ἀπὸ τὸν φόβο, ὅμως ἐσεῖς μὴ φοβᾶστε. «Οἶδα γὰρ ὅτι Ἰησοῦν τὸν ἐσταυρωμένον ζητείτε· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε». Διότι αὐτὸς ὄχι μόνο παραμένει ἀκάθεκτος στὰ κλειδιὰ καὶ στοὺς μοχλοὺς τοῦ ᾅδη καὶ τοῦ θανάτου καὶ τοῦ τάφου, ἀλλὰ καὶ Κύριός μας εἶναι σ᾿ ἐμᾶς τοὺς ἀθανάτους καὶ οὐρανίους ἀγγέλους, καὶ εἶναι μοναδικὸς αὐτὸς ὁ Κύριος τοῦ παντός.
«Ἴδετε», λέει, «τὸν τόπον ὅπου ἔκειτο ὁ Κύριος. Καὶ ταχὺ πορευθεῖσαι εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ὅτι ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν». «Ἐξελθοῦσαι δὲ μετὰ φόβου καὶ χαρᾶς μεγάλης». Μοῦ φαίνεται πάλι, ὅτι τὸν μὲν φόβο ἀκόμη τὸν εἶχε ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ οἱ γυναῖκες ποὺ μέχρι τότε εἶχαν ἔλθει. Διότι δὲν ἀντιλήφθηκαν τὰ λεγόμενα ἀπὸ τὴν δύναμη τοῦ Ἀγγέλου, οὔτε μπόρεσαν τελείως νὰ ἀντιληφθοῦν τὸ φῶς, ὥστε νὰ δοῦν καὶ νὰ μάθουν ἐπακριβῶς. Ἡ δὲ Θεομήρωρ ἀπέκτησε τὴν μεγάλη χαρά, ἀφοῦ συναισθάνθηκε τὰ λόγια τοῦ ἀγγέλου, καὶ φωτίστηκε ὁλόκληρη, ἐφ᾿ ὅσον ἦταν κεκαθαρμένη καὶ κεχαριτωμένη θεϊκῶς, καὶ ἀναγνώρισε βεβαίως ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὴν ἀλήθεια, καὶ πίστεψε στὸν ἀρχάγγελο, διότι αὐτὸς ἀποδείχτηκε πιστὸς πρὸ πολλοῦ διὰ τῶν ἔργων του. Πῶς λοιπὸν δὲν θὰ ἀντιλαμβανόταν ἡ Θεόσοφος Παρθένος τὸ γεγονὸς ποὺ τελέστηκε, ἀπὸ ὅσα ἔγιναν κατὰ τὴν παρουσία της, βλέποντας σεισμό, καὶ τόσο μεγάλο, ἄγγελο ποὺ κατῆλθε ἀπὸ τὸν οὐρανό, καὶ τόσο ἀστραπτοφόρο, καὶ ἀντικρύζοντας τὴν νέκρωση τῆς φρουρᾶς, καὶ τὴν μετατόπιση τοῦ λίθου, καὶ τὴν κένωση τοῦ τάφου, καὶ τὸ μεγάλο θαῦμα τῶν ἐνταφίων, ποὺ παρέμειναν ἀδιάλυτα, καὶ συγχρόνως ἀρωματισμένα μὲ σμύρνα καὶ ἀλόη, καὶ μαζὶ μὲ αὐτά, τὴν χαρμόσυνη θέα καὶ τὴν ἀναγγελία πρὸς αὐτὴν ἀπὸ τὸν ἄγγελο;
Ἀλλὰ ὅταν ἐξῆλθαν μετὰ ἀπὸ αὐτὸν τὸν Εὐαγγελισμό, ἡ μὲν Μαγδαληνὴ Μαρία, σὰν νὰ μὴν ἄκουσε τὸν ἄγγελο, καὶ σὰν νὰ μὴν τῆς εἶπε ἐκεῖνος τίποτε, ἐξακριβώνει μόνο τὴν κένωση τοῦ τάφου, χωρὶς νὰ κάνει λόγο γιὰ τὰ ἐντάφια. «Καὶ τρέχει πρὸς τὸν Σίμωνα Πέτρο, καὶ τὸν ἄλλον μαθητή», καθὼς λέει ὁ Ἰωάννης. Ἡ δὲ Θεομήτωρ Παρθένος, συναντώντας τὶς ὑπόλοιπες γυναῖκες, ἐπανῆλθε πάλι ἐκεῖ ἀπ᾿ ὅπου ἔφυγε. Καὶ ἰδού, ὅπως λέει ὁ Ματθαῖος: «Ὁ Ἰησοῦς ὑπήντησεν αὐταῖς λέγων, χαίρετε».
Βλέπετε ὅτι καὶ πρὸ τῆς Μαγδαληνῆς Μαρίας ἡ Θεομήτωρ εἶδε αὐτὸν ποὺ γιὰ τὴν δική μας σωτηρία διὰ τῆς σάρκας ἔπαθε καὶ ἐτάφη καὶ ἀνέστη; Καὶ συνεχίζει: «Αἱ δὲ προσελθοῦσαι, ἐκράτησαν αὐτοῦ τοὺς πόδας καὶ προσεκύνησαν αὐτῷ». Ὅπως ἀκριβῶς λοιπὸν ἡ Θεοτόκος ἀκούοντας τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Ἀναστάσεως μαζὶ μὲ τὴν Μαρία τὴ Μαγδαληνή, μόνο αὐτὴ κατάλαβε τὴν δύναμη τῶν λεγομένων, ἔτσι καὶ συναντώντας μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες γυναῖκες τὸν Υἱὸ καὶ Θεό, πρώτη ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες καὶ εἶδε καὶ ἀναγνώρισε τὸν ἀναστάντα, καὶ προσπίπτοντας ἄγγιξε τὰ πόδια του, καὶ ἔγινε ἀπόστολός του πρὸς τοὺς Ἀποστόλους του.
Τὸ ὅτι δέ, ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία δὲν συμπαρευρισκόταν μὲ τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὸν τάφο, τὴν συνάντησε καὶ φανερώθηκε καὶ τῆς μίλησε ὁ Κύριος, τὸ μαθαίνουμε ἀπὸ τὸν Ἰωάννη: «Τρέχει αὕτη», λέει, «πρὸς Σίμωνα Πέτρον καὶ πρὸς τὸν ἄλλον μαθητὴν, ὃν ἐφίλη ὁ Ἰησοῦς, καὶ λέγει αὐτοῖς· ᾖραν τὸν Κύριον ἐκ τοῦ μνημείου, καὶ οὐκ οἴδαμεν ποῦ ἔθηκαν αὐτόν». Πῶς λοιπὸν ἐὰν ἔβλεπε, καὶ ἂν εἶχε ἀγγίξει μὲ τὰ χέρια της, καὶ ἂν τὸν ἄκουγε νὰ τῆς μιλάει, θὰ ἔλεγε αὐτὰ τὰ λόγια, ὅτι τὸν ἀφαίρεσαν καὶ τὸν μετέθεσαν, καὶ δὲν γνωρίζουμε ποῦ; Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸν δρόμο τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ Ἰωάννη πρὸς τὸν τάφο, καὶ τὴν ἐκεῖ θέα τῶν ὀθονίων, καὶ τὴν ἐπάνοδο, «Μαρία εἰστήκει», λέει, «πρὸς τὸ μνημεῖον κλαίουσα ἔξω».
Βλέπετε λοιπὸν ὅτι ὄχι μόνο δὲν εἶδε ἀκόμη, ἀλλὰ οὔτε καὶ διὰ τῆς ἀκοῆς πληροφορήθηκε τὸ γεγονός; Καὶ ὅταν παρουσιάζονται καὶ τὴν ρωτοῦν οἱ ἄγγελοι: «Γύναι, τί κλαίεις;», πάλι ἐκείνη ἀποκρίνεται σὰν νὰ εἶναι νεκρός. Ὅταν δέ, στράφηκε καὶ εἶδε τὸν Ἰησοῦ, πάλι δὲν κατάλαβε, καὶ ἐνῶ ρωτᾶται ἀπὸ Αὐτὸν γιατί κλαίει, λέει τὰ παραπλήσια, μέχρις ὅτου ἐκεῖνος, καλώντας την μὲ τὸ ὄνομά της, παρουσίασε τὸν ἑαυτό του ζωντανό. Τότε πλέον προσπίπτοντας καὶ αὐτή, καὶ ζητώντας νὰ προσφέρει τὸν ἀσπασμὸ στὰ πόδια του, ἄκουσε ἀπὸ ἐκεῖνον: «Μὴ μοῦ ἅπτου».
Ἀπὸ αὐτὸ μαθαίνουμε, ὅτι ὅταν προηγουμένως παρουσιάστηκε στὴν Μητέρα του καὶ στὶς ἄλλες γυναῖκες ποὺ τῆς παρέστεκαν, ἐπέτρεψε μόνο σ᾿ ἐκείνη νὰ ἀγγίξει τὰ πόδια του, μολονότι καὶ ὁ Ματθαῖος ἀναφέρει τοῦτο καὶ γιὰ τὶς ὑπόλοιπες γυναῖκες, μὴ θέλοντας νὰ φανερώσει τὴν Μητέρα σ᾿ αὐτὰ τὰ γεγονότα, γιὰ τὴν αἰτία ποὺ εἴπαμε στὴν ἀρχή, (δηλαδὴ γιὰ νὰ μὴν δώσει ἀφορμὴ στοὺς ἀπίστους νὰ ἀμφισβητήσουν τὴν ἀνάσταση, ἐφ᾿ ὅσον ¨η Μητέρα του θὰ ἦταν ἄμεση μάρτυς).
Ἐπειδὴ δέ, μετὰ τὸν πρῶτο ἐρχομὸ τῆς ἀειπαρθένου Μαρίας πρὸς τὸν τάφο, καὶ τὴν πρώτη ἀποδοχὴ τοῦ εὐαγγελίου τῆς Ἀναστάσεως, συνῆλθαν πολλὲς γυναῖκες, καὶ εἶδαν κι αὐτὲς τὸν λίθο ἀποκυλισμένο, καὶ ἄκουσαν τοὺς ἀγγέλους, ὅταν ἐπανῆλθαν μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀκοὴ καὶ τὴν θέα, μοιράστηκαν. Καὶ οἱ μέν, ὅπως λέει ὁ Μάρκος, «ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου, καὶ εἶχεν αὐτὰς φόβος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον, ἐφοβοῦντο γάρ», οἱ δέ, ἀκολούθησαν τὴν Μητέρα τοῦ Κυρίου, οἱ ὁποῖες καὶ ἐπέτυχαν τὴν δεσποτικὴ θέα καὶ ὁμιλία.
Ἡ δὲ Μαγδαληνὴ πῆγε πρὸς τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη, μετὰ ἀπὸ τοὺς ὁποίους πάλι ἔρχεται μόνη πρὸς τὸν τάφο. Καὶ ὅταν ἐκεῖνοι ἀναχώρησαν, αὐτὴ παραμένοντας ἀξιώνεται νὰ ἐπιτύχει καὶ αὐτὴ τὴν δεσποτικὴ θέα, καὶ στέλνεται πρὸς τοὺς Ἀποστόλους καὶ αὐτή, καὶ ἐπανέρχεται πρὸς αὐτούς, ἀναγγέλλοντας σὲ ὅλους, καθὼς λέει ὁ Ἰωάννης, «ὅτι ἑώρακε τὸν Κύριον, καὶ ταῦτα εἶπεν αὐτῇ».
Αὐτὴν λοιπὸν τὴν θέα ἀναφέρει καὶ ὁ Μάρκος ὅτι ἔγινε πρωΐ, δηλαδὴ ὅταν ἡ ἡμέρα ἔγινε καθαρή, ἐνῶ εἶχε περάσει ὁ ὄρθρος, ἀλλὰ δὲν ἰσχυρίζεται ὅτι τότε ἔγινε ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, οὔτε ὅτι τότε ἔγινε ἡ πρώτη ἐμφάνισή του. Συνεπῶς ἔχουμε ἐξακριβώσει τὰ σχετικὰ μὲ τὶς Μυροφόρες, καὶ τὴν ζητουμένη ἀπὸ τὰ ἄνω συμφωνία τῶν τεσσάρων Εὐαγγελιστῶν σχετικὰ μὲ αὐτές.
Οἱ δὲ μαθητές, ἀκούοντας τὴν ἴδια ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως ἀπὸ τὶς Μυροφόρες, καὶ τὸν Πέτρο, καὶ ἀπὸ τὸν Λουκᾶ καὶ τὸν Κλεόπα ὅτι ὁ Κύριος ζεῖ, καὶ ὅτι φανερώθηκε σ᾿ αὐτούς, ἀπίστησαν. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὀνειδίζονται ἀπὸ τὸν Κύριο, ὅταν ὕστερα ἐμφανίστηκε καὶ σ᾿ αὐτοὺς συναθροισμένους. Μετὰ δὲ ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τοῦ ἑαυτοῦ του ζωντανοῦ σὲ πολλοὺς καὶ πολλὲς φορές, ὄχι μόνο ἐπίστεψαν ὅλοι, ἀλλὰ καὶ τὸ ἐκήρυξαν παντοῦ. Διότι «εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν, καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ρήματα αὐτῶν», «τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος, καὶ τὸν λόγον βεβαιοῦντος, διὰ τῶν ἐπακολουθούντων σημείων». Τὰ σημεῖα βεβαίως ἦσαν ἀναγκαιότατα μέχρι νὰ κηρυχθεῖ ὁ λόγος σὲ ὅλη τὴν γῆ. Ἀλλὰ χρειάζονται μὲν σημεῖα καὶ τεράστια γιὰ νὰ παραστήσουν καὶ νὰ βεβαιώσουν τὴν ἀλήθεια τοῦ κηρύγματος, χρειάζονται δὲ σημεῖα, ἀλλὰ ὄχι τεράστια, γιὰ νὰ παραστήσουν ὅσους ὑποδέχτηκαν τὸν λόγο, ἂν βεβαίως ἐπίστεψαν.
Ποιὰ σημεῖα; Τὰ σημεῖα ἀπὸ τὰ ἔργα· διότι λέει: «δεῖξον μοι τὴν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου», καὶ «τίς πιστός; Δειξάτω ἐκ τῆς καλῆς ἀναστροφῆς τὰ ἔργα αὐτοῦ». Διότι ποιὸς θὰ πιστέψει ὅτι ἔχει ὄντως διάνοια θεία καὶ μεγάλη καὶ ὑψηλή, καὶ κατὰ τὸ λεγόμενο οὐράνια, ὅπως εἶναι ἡ εὐσέβεια, ἐκεῖνος ποὺ ἐπιδίδεται στὰ φαῦλα ἔργα, καὶ προσηλώνεται στὴν γῆ καὶ στὰ γήϊνα; Δὲν ὠφελεῖ σὲ τίποτε, ἀδελφοί, ἂν κάποιος λέει ὅτι ἔχει θεία πίστη, καὶ δὲν ἔχει ἔργα κατάλληλα πρὸς τὴν πίστη του.
Τί ὠφέλησαν οἱ λαμπάδες στὶς μωρὲς παρθένες ποὺ δὲν εἶχαν τὸ ἔλαιο, δηλαδὴ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς συμπάθειας; Τί ὠφέλησε ἐκεῖνον τὸν πλούσιο τὸ νὰ ἐπικαλεσθεῖ τὸν Ἀβραάμ, ἐνῶ τηγανιζόταν στὴν ἄσβεστη φλόγα λόγῳ τῆς ἀσυμπάθειάς του πρὸς τὸν Λάζαρο; Τί ὠφέλησε τάχα ἡ εὐπείθεια στὴν πρόσκληση, γιὰ ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἀπέκτησε ἔνδυμα μὲ τὰ ἀγαθά του ἔργα, κατάλληλο στὸν θεῖο γάμο καὶ στὸν νυφικό θάλαμο ἐκείνης τῆς ἀφθαρσίας; Διότι καὶ προσκλήθηκε καὶ προσῆλθε ὁπωσδήποτε πιστεύοντας, καὶ συνανακλίθηκε μὲ ἐκείνους τοὺς ἁγίους συνδαιτημόνες, ἀλλὰ ἀφοῦ ἐλέγχθηκε καὶ καταισχύνθηκε, ἐπειδὴ εἶχε περιβληθεῖ τὴν φαυλότητα τῶν ἠθῶν καὶ τῶν πράξεων, δεμένος ἀνελέητα χειροπόδαρα, ρίπτεται στὴν γέεννα τοῦ πυρός, ὅπου ὑφίσταται «ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων».
Εἴθε λοιπὸν κανεὶς ἀπὸ τοὺς καλεσμένους τοῦ Χριστοῦ νὰ μὴν λάβει ἐμπειρία ἀπὸ αὐτὴν τὴν γέεννα, ἀλλὰ νὰ ἀναδείξουν βίο ἁρμόζοντα στὴν πίστη, καὶ νὰ εἰσέλθουν στὸν νυμφῶνα τῆς ἀμώμητης εὐφροσύνης, καὶ νὰ συνδιαιωνίζονται μὲ τοὺς ἁγίους, ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ κατοικία ὅλων τῶν εὐφραινομένων. Ἀμήν.-
Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Κυρίλλου ἀρχιεπισκόπου Ἱεροσολύμων,